- απομεινάρης
- (-άροι) ο обл1) оставшийся; остальной, прочий; 2) оставшийся в живых
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απομεινάρης — κ. μονάρης, ο (Μ ἀπομεινάρης) 1. αυτός που απομένει, ο υπόλοιπος 2. εκείνος που επιζεί, ο ζωντανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αόρ.) απόμεινα (του ρ. απομένω) + άρης] … Dictionary of Greek
απομονάρης — ο βλ. απομεινάρης … Dictionary of Greek